Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Πάει λίγος καιρός...

Έχει περάσει λίγος καιρός, λίγες εβδομάδες που το εμείς έγινε εγώ. Είναι στιγμές που σου φωνάζω έλα και την επόμενη φωνάζω φύγε. Είναι στιγμές που λέω σε νίκησα και την επόμενη μαζεύω τα κομμάτια μου από μια ήττα. Δεν ήξερα ότι το εμείς πονάει.
Είναι βράδυ, πάλι είναι βράδυ κι εσύ καταφέρνεις να ξεγλιστράς από το χτες που σε έχω αφήσει τη μέρα, από το χτες που σε αφήνω κάθε μέρα.. Κι εγώ τρέχω και ξεγλιστρώ μέσα στο πλήθος, μέσα στη βουή του  δρόμου. Ύστερα ηρεμώ και περπατώ σε ένα δρόμο ευθύ όπου πρέπει να διαλέξω μπροστά ή πίσω? Κι μένω στάσιμη. Ελευθερία σημαίνει επιλογές και εγώ επιλέγω να πάω μπροστά γιατί πίσω είμαι δεσμευμένη στη θύμηση σου. Πίσω είναι το χτες και δεν έχω επιλογή, τις επιλογές μου για το χτες τις έχω ήδη κάνει. Τώρα μόνο μπροστά.
Κι έτσι βαδίζω από σοκάκι σε σοκάκι αυτού του δρόμου και διαβάζω λέξεις ζωγραφισμένες σε τοίχους: σε θέλω, γύρνα, έλα, φύγε, μείνε, σε μισώ... σκόρπιες λέξεις. Τις βάζω σε σειρά κι φτιάχνω το δρόμο μου. Τώρα πια ξέρω που πηγαίνω. Σ' άφησα στην αρχή αυτής της διαδρομής κι ίσως σε βρω κι στη πορεία. ίσως τρέξεις εσύ να με βρεις να με προ φτάσεις. Μα μέχρι τότε συνεχίζω να βαδίζω...

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Σκόρπιες εικόνες και σκέψεις...

Τρίτη βράδυ, καθημερινή και δεν είναι όπως η Δευτέρα, δεν είναι όπως όλες οι προηγούμενες. Αυτό το βράδυ είναι διαφορετικό. Αυτό το βράδυ μου λείπεις. Βυθίζομαι σε σκέψεις, σκόρπιες εικόνες που κατακλύζουν το μυαλό. Εικόνες που ανήκουν στο παρελθόν, που πρέπει να ανήκουν στο παρελθόν, είναι εικόνες με σένα. Όμως καταφέρνουν να δραπετεύουν από τις ρωγμές της λογικής με τη βοήθεια της καρδιάς. Γιατί την καρδιά κανείς δε τη φυλακίζει, κανείς δε τη νικά για πάντα. Μπορεί να νικά, μπορεί και να ηττηθεί αλλά θα βρει το δρόμο να σηκωθεί και να προχωρήσει προς όποια κατεύθυνση εκείνη θέλει. Μπροστά ή πίσω. Σήμερα θέλει να πάει πίσω, πίσω σε σένα. Θα την ακολουθήσω. Σήμερα θα σε επισκεφτώ. Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω στο πρόσωπο σου, εκεί που το χέρια μου κάνουν κύκλους γύρω από το λαιμό σου, εκεί που τα μάτια μου κοιτάζουν τα δικά σου και σου μιλάνε. Παλιά μπορούσες και τ' άκουγες, τώρα δε μπορείς. Τώρα δε προσπαθείς, τώρα μένεις απαθής. Κλείνω τα μάτια μου και ταξιδεύω εκεί που τα χείλη μου ακουμπούν τα δικά σου, εκεί που ο αέρας δε χωρά, εκεί που η ανάσα είναι μία, η δικιά μας.
Ταξιδεύω εκεί για λίγο. Δε μπορώ άλλο, θέλω αλλά δε μπορώ. Δε μ'αφήνεις ή μάλλον εμείς δε το αφήνουμε. Το σταματήσαμε. Οι εικόνες αυτές είναι λίγες και το ταξίδι μικρό. Κι έτσι ξυπνάω. Δε έχω  άλλη επιλογή. Πρέπει να ξυπνήσω και να σε αφήσω εκεί. Ίσως σε επισκεφτώ ξανά. Σίγουρα θα σε επισκεφτώ, να με περιμένεις. Αν μπορείς να με περιμένεις.
Έτσι ανοίγω τα μάτια. Για να συνεχίσω, να βλέπω το κόσμο, να ακούω τη σιωπή και να έχω εικόνες, που ίσως να είναι διαφορετικές αλλά θα είναι οι εικόνες μου και αυτές θα είναι αληθινές. Κι ίσως μια μέρα σε δω. Εκεί στο πλήθος. Και θα σου φωνάξω, μ'ακούς ; Θα σου φωνάξω και θα μ'ακούσεις. Είμαι σίγουρη πως θα με ακούσεις.